συρρήγνυμι

συρρήγνυμι
και συρρηγνύω ΜΑ [ῥήγνυμι / ῥηγνύω]
1. σπάζω κάτι με βίαιη σύγκρουση, συντρίβω («καὶ πρός τι τῶν βάθρων δρόμῳ φερόμενος συνέρρηξε τὴν κεφαλὴν ὡς ἀποθανούμενος», Πλούτ.)
2. παθ. συρρήγνυμαι και συρρηγνυομαι
αρχίζω τη μάχη, συμπλέκομαι («συνερρωγότων... αὐτῶν ἐς τὸν πόλεμον», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. ενώνω τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου
2. (για ποταμούς) εξέρχομαι, εκβάλλω μαζί («ποταμοὶ ῥέοντες καὶ ἄλλοι καὶ Ὕλλος συρρηγνῡσι ἐς τὸν... Ἕρμον», Ηρόδ.)
3. (για αγωγούς τού σώματος) συνενώνομαι
4. συντελώ στο να εκραγεί κάτι, - αφήνω να ξεσπάσει κάτι
5. παθ. α) συνθλίβομαι, συγκρούομαι («δύο σωμάτων συρραγέντων», Πλωτίν.)
β) μτφ. καταβάλλομαι, τσακίζομαι («κακοῑσι συνέρρηκται πολέεσσιν», Ομ. Οδ.)
6. φρ. «συρρήγνυμι πόλεμον» — ενεργώ ώστε να ξεσπάσει πόλεμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

  • σύρρηγμα — τὸ, Α [συρρήγνυμι] σύρραξη, σύγκρουση, συμπλοκή …   Dictionary of Greek

  • σύρρηξις — ήξεως, ἡ, ΜΑ [συρρήγνυμι] μσν. ρήξη, διάρρηξη («σύρρηξις ἥπατος», Θεοφάν.) αρχ. 1. (για απόστημα) σπάσιμο σε κάποιο άλλο μέρος 2. σύρραξη, σύγκρουση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”